Στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων και, γενικότερα, των αποβλήτων, διανύουμε μια πολύ κρίσιμη περίοδο. Από τη μια πλευρά, βασιλεύει η ανεπάρκεια στοιχειωδών υποδομών, η προβληματική λειτουργία αυτών που υπάρχουν και οι παραβατικές συμπεριφορές (ανεξέλεγκτη διάθεση, ανάμειξη αστικών και επικίνδυνων αποβλήτων κλπ.). Αυτά έρχονται να «παντρευτούν» με πολιτικές τεμαχισμού του έργου της διαχείρισης των απορριμμάτων και εκχώρησής του σε ιδιώτες, με προμετωπίδα τις συμβάσεις ΣΔΙΤ για την κατασκευή εργοστασίων διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων (υπογράφηκε αυτή της Δυτικής Μακεδονίας και επίκειται η υπογραφή αυτής των Σερρών).
Από την άλλη πλευρά, την περίοδο αυτή γίνεται μια εκτεταμένη αναθεώρηση των σχεδιασμών, σε όλη την κλίμακα. Έχει ολοκληρωθεί ο νέος εθνικός σχεδιασμός, που έχει ενσωματώσει μεγάλο μέρος των κινηματικών διεκδικήσεων, χωρίς, όμως, να είναι ορατά κάποια αποτελέσματα. Η αναθεώρηση των περιφερειακών σχεδιασμών γίνεται με ρυθμούς χελώνας και δεν ακολουθεί πάντα την αντίληψη της αποκεντρωμένης διαχείρισης του νέου εθνικού σχεδίου. Ο νέος θεσμός των τοπικών σχεδίων διαχείρισης από τους δήμους δοκιμάζεται, πότε από την έλλειψη εμπειριών, πότε από την ανύπαρκτη υποστήριξη από την κυβέρνηση και την κεντρική διοίκηση, πότε από τις ανεπάρκειες των δημοτικών αρχών και, αρκετά συχνά, από σκόπιμες προσπάθειες ακύρωσης της νέας κατεύθυνσης στη διαχείριση των αποβλήτων. Το μνημονιακό περιβάλλον, τέλος, δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη χρηματοδότηση των αναγκαίων υποδομών, ενώ πιέζει να χρηματοδοτηθούν κατά προτεραιότητα τα συγκεντρωτικά έργα διαχείρισης σύμμεικτων απορριμμάτων, αντί των αποκεντρωμένων δημοτικών υποδομών προδιαλογής και ανάκτησης υλικών.